αλεξιανέμιο

αλεξιανέμιο
το
Windschutzscheibe f

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλεξιανέμιο — το το παρ μπριζ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * + άνεμος απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parebrise < pare (< γαλλ. parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + brise «αύρα»] …   Dictionary of Greek

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”